ενδομητρίτιδα

ενδομητρίτιδα
η
φλεγμονή τού ενδομητρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μητραλγία — η πόνος τής μήτρας ο οποίος προέρχεται από διάφορες παθήσεις της, όπως λ.χ. μητρίτιδα, ενδομητρίτιδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”